θύρωμα

θύρωμα
το (Α θύρωμα) [θυρώ]
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θύρωμα — doorway neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρωμα — το, ατος πλαίσιο όπου τοποθετείται η θύρα, κάσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρωμάτων — θύρωμα doorway neut gen pl θυρώματα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμασι — θύρωμα doorway neut dat pl θυρώματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμασιν — θύρωμα doorway neut dat pl θυρώματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματα — θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματι — θύρωμα doorway neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματος — θύρωμα doorway neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμαθ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”