- θύρωμα
- το (Α θύρωμα) [θυρώ]το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμανεοελλ.τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρώναρχ.1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα3. παράθυρο4. στον πληθ. τὰ θυρώματασπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
Dictionary of Greek. 2013.